θύσανος

θύσανος
ο
1) хохол, хохолок; 2) помпон; кисть, кисточка (шнура и т. п.), бахрома; 3) перистое облако

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θύσανος" в других словарях:

  • θύσανος — tassel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… …   Dictionary of Greek

  • θύσανος — ο 1. διακοσμητική φούντα συνήθως από νήματα: Θύσανος περικεφαλαίας. 2. είδος λευκού σύννεφου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυσάνοις — θύσανος tassel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσάνοισι — θύσανος tassel masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσάνοισιν — θύσανος tassel masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσάνους — θύσανος tassel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσάνων — θύσανος tassel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσάνῳ — θύσανος tassel masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύσανοι — θύσανος tassel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύσανον — θύσανος tassel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»